ευρύτητα

ευρύτητα
ampleur

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ευρύτητα — η η ιδιότητα του ευρύχωρου, πλάτος, φάρδος, ευρυχωρία μεγάλη: Ευρύτητα αντιλήψεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευρύτητα — η (ΑΜ εὐρύτης) [ευρύς] εύρος, πλάτος, ευρυχωρία αρχ. η έκταση μιας λέξης στην προφορά …   Dictionary of Greek

  • εὐρύτητα — εὐρύτης width fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ευρυφωνία — εὐρυφωνία, ἡ (Α) [ευρύφωνος] ευρύτητα φωνής, ευρύτητα ήχου …   Dictionary of Greek

  • πλατύτητα — η / πλατύτης, ητος, ΝΜΑ [πλατύς] η ιδιότητα τού πλατιού, πλάτος, εύρος νεοελλ. μτφ. ευρύτητα αντίληψης, ικανότητα σφαιρικής εξέτασης αρχ. 1. ευρύτητα («ἔνιοι δὲ διὰ τὴν πλατύτητα τῆς ἑρμηνείας οὕτως ὀνομασθῆναι», Διογ. Λαέρ.) 2. (για προφορά)… …   Dictionary of Greek

  • Θουκυδίδης — (Αλιμούς, Αττική 460; – 400; π.Χ.). Αθηναίος ιστορικός και στρατηγός του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο πατέρας του, Όλορος, πιθανολογείται ότι ήταν απόγονος του ομώνυμου βασιλιά της Θράκης. Σε νεαρή ηλικία ο Θ. δέχτηκε την επίδραση της φιλοσοφίας… …   Dictionary of Greek

  • Λεονάρντο ντα Βίντσι — (Leonardo da Vinci, Βίντσι Φλωρεντίας 1452 – Πύργος του Κλου, Αμπουάζ 1519). Ιταλός ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός, ανατόμος, φυσιολόγος, βοτανολόγος, φυσικός, φιλόσοφος, μουσικός και λογοτέχνης. Νόθος γιος του συμβολαιογράφου Σερ… …   Dictionary of Greek

  • λοφιόμορφα — (lophioformes). Τάξη τελεόστεων ψαριών της υφομοταξίας των ακτινοπτερυγίων, η οποία υποδιαιρείται σε διάφορες οικογένειες που περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό ειδών. Τα λ., των οποίων οι διαστάσεις και οι μορφές ποικίλλουν, χαρακτηρίζονται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • σινική φυλή — Ανθρώπινος τύπος που είναι διαδομένος στην περιοχή της Κίνας και ανήκει στον κορμό των Μογγολιδών. Στη σινική φυλή διακρίνονται δυο διαφορετικοί τύποι ή υποφυλές: η κεντρική και η νότια σινική υποφυλή. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην αξιοσημείωτη… …   Dictionary of Greek

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”